δυσχρηστια

δυσχρηστια
    δυσχρηστία
    δυσ-χρηστία
    ἥ
    1) трудность, затруднение, неудобство, помеха
    

τοῦ τόπου πολλαὴ δυσχρηστίαι Polyb. — сильно пересеченная местность

    2) недостаток, порок, недуг
    

(ἴαμα τῆς δυσχρηστίας ἐκείνης Plut.)

    3) беспокойство, тревога
    

(πολλέν δυσχρηστίαν παρέχειν τινί Polyb.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "δυσχρηστια" в других словарях:

  • δυσχρηστία — δυσχρηστίᾱ , δυσχρηστία difficult position fem nom/voc/acc dual δυσχρηστίᾱ , δυσχρηστία difficult position fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστίᾳ — δυσχρηστίᾱͅ , δυσχρηστία difficult position fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστία — η (Α δυσχρηστία) νεοελλ. η ιδιότητα τού δύσχρηστου αρχ. 1. ακαταλληλότητα, μειονέκτημα 2. δυσχέρεια, δύσκολες περιστάσεις 3. δυσκολία στη λήψη δανείων …   Dictionary of Greek

  • δυσχρηστίας — δυσχρηστίᾱς , δυσχρηστία difficult position fem acc pl δυσχρηστίᾱς , δυσχρηστία difficult position fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστίαν — δυσχρηστίᾱν , δυσχρηστία difficult position fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»